- κατάρσεις
- κάταρσιςlandingfem nom/voc pl (attic epic)κάταρσιςlandingfem nom/acc pl (attic)κατάρδωwateraor subj act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάταρσις — κάταρσις, άρσεως, ἡ (Α) [καταίρω] 1. απόβαση 2. τόπος όπου καταπλέουν, όρμος για απόβαση («οἱ ὁπλῑται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον», Θουκ.) … Dictionary of Greek